- ἑτερόφρονι
- ἑτερόφρωνthinking strangelydat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερόφρων — ον (ΑΜ ἑτερόφρων, ον) 1. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει άλλη γνώμη, ο ασύμφωνος 2. (για θρησκευτικά ζητήματα) αλλόθρησκος, αλλόδοξος, αλλόπιστος μσν. αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο αλλόφρων, ο μαινόμενος 2. (για φυσικά… … Dictionary of Greek